- συννεφιασμένος
- η , ο1) облачный, пасмурный; покрытый тучами; 2) перен. хмурый, угрюмый; насупившийся, помрачневший
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συννεφιασμένος — η, ο, Ν βλ. συννεφιάζω … Dictionary of Greek
συννεφιάζω — και συννεφιώ, άω και συγνεφιάζω Ν [συννεφιά] 1. καλύπτομαι από σύννεφα («συννέφιασεν ο Παρνασσός») 2. απρόσ. συννεφιάζει απλώνεται συννεφιά 3. μτφ. λυπάμαι, στενοχωριέμαι («κι από μεγάλους λογισμούς πάντα συννεφιασμένος», Ερωτόκρ.) 4. (μτχ. παθ.… … Dictionary of Greek
αγριοσυννεφιασμένος — η, ο 1. (για τον ουρανό) ο πολύ συννεφιασμένος 2. (για πρόσωπα) σκυθρωπός, κατσούφης … Dictionary of Greek
αεινεφής — ές ο πάντα νεφελώδης, συννεφιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αεί + νέφος] … Dictionary of Greek
αξαστέρωτος — η, ο αυτός που δεν ξαστέρωσε, συννεφιασμένος, μουντός, σκοτεινός … Dictionary of Greek
επινέφελος — ο (Α ἐπινέφελος, ον) νεοελλ. γένος ακανθοπτερύγιων ιχθύων, τού οποίου αντιπροσωπευτικό είδος είναι ο επινέφελος ο γίγας, κν. ροφός αρχ. 1. συννεφιασμένος, νεφελώδης 2. θολός («ἐπινέφελον oὖρov», Ιπποκρ.) 3. (για άνεμο) αυτός που συγκεντρώνει τα… … Dictionary of Greek
θολός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 918 κάτ.) στην πρώην επαρχία Φυλλίδος του νομού Σερρών. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 26 χλμ. ΝΑ των Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζίχνης. * * * (I) ο (ΑΜ θολός) το πυκνό μαύρο υγρό που… … Dictionary of Greek
θολώνω — (ΑΜ θολῶ, Μ και θολώνω) [θολός] 1. (για το νερό και άλλα υγρά) (μτβ.) κάνω κάτι θολό, τό κάνω να χάσει τη διαύγεια ή τη διαφάνεια του 2. μτφ. (μτβ.) συνταράσσω, ταράζω, θορυβώ, συγχύζω κάποιον ή κάτι («θολοῑ δὲ καρδίαν», Ευρ.) νεοελλ. μσν. 1.… … Dictionary of Greek
κατάνεφος — κατάνεφος, ον (Μ) σκεπασμένος με σύννεφα, ο συννεφιασμένος … Dictionary of Greek
κνεφώδης — κνεφώδης, ῶδες (Α) [κνέφας] συννεφιασμένος, σκοτεινός … Dictionary of Greek
νεφελοσκέπαστος — η, ο νεφελοσκεπής, νεφοσκεπής, συννεφιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + σκεπάζω] … Dictionary of Greek